- νεοχμῶς
- νεοχμόςnewadverbialνεοχμόωmake innovationspres ind act 2nd sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεοχμός — νεοχμός, όν (Α) 1. (συν. για πράγματα) αυτός που εμφανίστηκε για πρώτη φορά, ο καινούργιος, ο νεοφανής 2. (για φάρμακα) νωπός, φρέσκος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεοχμόν (σχετικά με πολιτικές καταστάσεις) νεωτερισμός, μεταρρύθμιση. επίρρ... νεοχμῶς… … Dictionary of Greek